- τοπικιστικός
- η , ό[ν] относящийся к местному патриотизму; местнический
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
τοπικιστικός — ή, ό, Ν αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον τοπικισμό ή στον τοπικιστή («τοπικιστική αντίληψη). [ΕΤΥΜΟΛ. < τοπικιστής. Η λ., στον λόγιο τ. του ουδ. τοπικιστικόν, μαρτυρείται από το 1894 στην εφημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek
τοπικιστικός — ή, ό αυτός που σχετίζεται με τον τοπικιστή ή τον τοπικισμό: Τοπικιστικές αντιλήψεις … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)